- χρούστη
- χρούστη, ἡ, = Lat.A crusta, Ann.Epigr.1905 No.172 ([place name] Thessalonica).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρούστη — ἡ, Α κρούστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. crusta «σκληρή επιφάνεια, κέλυφος» (πρβλ. και τον νεοελλ. τ. κρούστα)] … Dictionary of Greek